ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ«Εκείνος όμως μιλούσε για ναό εννοώντας το σώμα Του»(Ιωάν. β΄ 21)
Στα δεξαμενόπλοια το αίσθημα της μονοτονίας είναι ιδιαίτερα έντονο καθώς ο χρόνος παραμονής στα λιμάνια είναι σύντομος, ενώ οι μέρες του πελάγους πολλές και ατέλειωτες. Το κάθε μας ταξίδι μεταξύ Βορείου Ευρώπης και Περσικού Κόλπου, ξεπερνούσε τους 2 μήνες λόγω του περίπλου της Αφρικής. Η φόρτωση γινόταν σε αγκυροβόλιο, η δε εκφόρτωση λόγω του επικίνδυνου των φορτίων, εκτός κατοικημένων περιοχών. Μοναδική μας επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν η αλληλογραφία που και αυτή δεν ερχόταν στα λιμάνια του Περσικού Κόλπου. Τα δικά μας γράμματα, μας τα ταχυδρομούσαν οι τοπικοί πράκτορες. Κινητά τηλέφωνα και τηλεοράσεις δεν υπήρχαν, ούτε και τα ραδιόφωνα έπιαναν Ελληνικούς σταθμούς.
Στα τέτοια ταξίδια το πλήρωμα γίνεται ευέξαπτο, και δεν ξέρει που να ξεσπάσει. Βρισκόμασταν στα νερά του Ισημερινού, η ζέστη ήταν αποπνικτικά αφόρητη, όταν αργά την νύχτα ο Πλοίαρχος άκουσε φασαρία και φωνές, προερχόμενες από τις πρυμναίες καμπίνες του πληρώματος. Ανήσυχος βγήκε από το γραφείο του και είδε τα φώτα της πρύμης να αναβοσβήνουν και μερικούς να τρέχουν στους διαδρόμους. Κατάλαβε ότι τα τρεξίματα δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου κινδύνου, και θέλοντας να ιδεί τι ακριβώς συνέβαινε, κατευθύνθηκε προς τον χώρο που γινόταν η φασαρία με αρκετές προφυλάξεις. Τα φώτα εκείνη την ώρα ήταν σβηστά και απόλυτη ησυχία επικρατούσε, όταν ξαφνικά μια κουβαδιά νερό τον περιέλουσε. Έβαλε τις φωνές και όλοι εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Τι είχε συμβεί; Το πλήρωμα έπαιζε με τα νερά και καταβρεχόντουσαν, ρίχνοντας κουβαδιές νερό ο ένας στον άλλον για να σπάσουν την μονοτονία τους. Κάποιος από αυτούς, βλέποντας μια σκιά με πολλές προφυλάξεις να πλησιάζει και χωρίς να περάσει από το μυαλό του ότι ήταν ο Πλοίαρχος, του άδειασε με όση πίεση μπορούσε ολόκληρο κουβά νερό κατά πρόσωπο. Την ώρα εκείνη λόγω της 04.00-08.00 πρωινής βάρδιας μου σαν Υποπλοίαρχος, κοιμόμουν και τα γεγονότα τα έμαθα την άλλη μέρα. Μετά την βάρδια μου επισκέφτηκα τον Καπετάνιο και μου τα διηγήθηκε ακριβώς. Ήταν ένας ήρεμος και καλοκάγαθος άνθρωπος, που όταν θύμωνε έβαζε πρόστιμα φραστικά, αλλά ποτέ δεν υλοποιούσε τις απειλές του. Έτσι και σε τούτη τη περίπτωση, μου είπε θριαμβευτικά και σαν συμπέρασμα. «Πρόστιμο! Θα μάθω ποιοι ήταν και θα τους δείξω.» Από το μυαλό μου σαν αστραπή πέρασε η ιδέα μήπως και μου αναθέσει να κάνω ανακρίσεις και να του αναφέρω τους ενόχους. Καπετάν Σ…του λέω, έχουν τρελαθεί από την μονοτονία, δεν πήραμε και γράμματα στην Αμβέρσα, ξεχάστε το. Μήπως το ξέρανε ότι ήσασταν εσείς; Τώρα θα το έχουν μετανιώσει πικρά. Θα τους βάλω όμως εκτός οκταώρου να πλύνουν όλους τους διαδρόμους του καραβιού. Ξεχάστε το. «Εσύ το βιολί σου, πάντα με το ευαγγέλιο, αλλά το ευαγγέλιο που μου έδωσες λέει ότι όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος.» Που λέει τέτοιο πράγμα; Ρώτησα. «Χτες το βράδυ το διάβαζα. Το γράφει εκεί που ο Χριστός έδερνε τους Εβραίους και είπα. Καλά κάνεις Χριστέ μου, δώσε τους κι άλλες… Έκαναν την εκκλησία ζωοπανήγυρη. Ήθελαν να βγάλουν λεφτά μέσα στην εκκλησία. Ο Χριστός ήξερε… Το ραβδί θα τους στρώσει… Δώσε τους κι άλλες…» Προσπάθησα να τον διακόψω για να φέρω τα πράγματα στα ίσα, αλλά δεν σταματούσε με τίποτα. «Άκουσε με» έλεγε. «Θα σου δώσω μια συμβουλή και να την θυμάσαι όταν θα γίνεις καπετάνιος. Να παραδειγματίζεσαι από τον Χριστό γιατί ήξερε τι έκανε. Ο πλούσιος θέλει ξύλο για να στρώσει, το πρόστιμο δεν τον τσούζει γιατί έχει λεφτα και πληρώνει… Το ξύλο είναι εκείνο που τον πονάει. Ο φτωχός θέλει πρόστιμο. Αυτό τον τσούζει, το ξύλο το έχει συνηθίσει…» Εκείνη την ώρα δεν άκουγε τίποτα. Θυμόταν την μπουγελιά και τα σχόλια που θα γινόταν μεταξύ του πληρώματος μόλις θα κρύωνε το πράγμα. Πάντως από μέσα μου ήξερα ότι ήθελε να ακούει τα συμβιβαστικά που του έλεγα. Στο τέλος ίσως και να μου έλεγε, άσε τους, φτωχοί άνθρωποι είμαστε όλοι μας. Αυτό το φτωχοί άνθρωποι το έλεγε συχνά και μου χτυπούσε άσχημα, γιατί έβαζε και τον εαυτό του μέσα στην φτώχια, ενώ ο μισθός του ήταν πολλαπλάσιος του πληρώματος. Τώρα όμως ήταν στα νεύρα του και δεν σήκωνε να του πάει κανείς κόντρα. Ήθελε και εκείνος κάπου να ξεσπάσει. Αυτή την ερμηνεία έδωσε ο καπετάν Σ… στον καθαρισμό του Ναού. Ερμηνεία ευκαιριακή, απλοϊκή και κατά το προσωπικό μας συμφέρον, που την ακούμε τόσο συχνά.. Πόσο διαφορετικό όμως ήταν το νόημα εκείνης της αντίδρασης του Κυρίου μας. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα σώματά μας είναι ένας ναός μέσα στον οποίον θέλει να κατοικήσει ο Θεός. Το σώμα του Ίδιου του Χριστού ήταν Ναός μέσα στον οποίον κατοίκησε παν το πλήρωμα της θεότητας σωματικά. (Κολ.2:9) Αυτό εξ άλλου εννοούσε όταν είπε στους Φαρισαίους «γκρεμίσετε τον Ναό τούτον και σε τρεις μέρες θα τον εγείρω». Από το προαύλιο αυτού του Ναού προσπαθεί να διώξει όλα εκείνα που μας εμποδίζουν να Τον πλησιάσουμε. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιεί, είναι και η βίαιη εκδίωξη όλων των πραγμάτων που μας κρατούν αιχμάλωτους σε ένα καταστροφικό τυπικισμό. Όταν ο Κύριος έμπαινε στα Ιεροσόλυμα, ο κόσμος Τον υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων και έστρωνε τα ενδύματά του στο δρόμο Του. Αγαθά τα αισθήματά τους, και εξέφραζαν την αναγνώριση, την αποδοχή και το καλωσόρισμα του Ερχομένου Μεσσία. Εδώ βρίσκεται η κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που πρόθυμα δέχονται τα λόγια και την κυριαρχία του Ιησού Χριστού, που στρώνουν τα ενδύματά τους σε ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης της κυριότητός Του, που εκδηλώνουν αυτή τους την γνώμη με εξωτερικές εκδηλώσεις. Είναι αυτοί που λένε καλός ο Χριστός, καλά πράγματα λέει, μακάρι να ήταν ο βασιλιάς μας, αλλά σταματούν μέχρι εκεί. Δεν Τον ακολουθούν στη συνέχεια της πορείας Του. Είναι και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί Τον ακολουθούν μέχρι το προαύλιο της καρδιάς Του, και αρχίζουν να παζαρεύουν την υλική προσφορά που πρέπει να Του δώσουν. Οι πρώτοι δεν έδωσαν τίποτα. Έστρωσαν τα ενδύματά τους, διαδήλωσαν, αλλά στην συνέχεια και τα ενδύματά τους πήραν πίσω και τα βάγια πέταξαν και οι ίδιοι έφυγαν από κοντά Του. Τούτη η δεύτερη ομάδα, Τον ακολούθησε μέχρι το προαύλιο του Ναού Του και εκεί βρήκαν τα εφόδια προσφοράς που κατά την γνώμη τους έπρεπε να προμηθευτούν όσοι ήθελαν να καταστούν άξιοι εισόδου στο Ναό. Εδώ είναι και το λεπτό σημείο. Στο προαύλιο αυτή η ομάδα, βρίσκεται μπροστά σε μια τρίτη τάξη ανθρώπων που εμπορεύονται εφόδια ευσέβειας και δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο. Μια άγρια εκμετάλλευση κυριαρχούσε στο προαύλιο. Έμποροι, σαράφηδες, βόδια, πρόβατα και περιστέρια δημιουργούσαν μια αποκαρδιωτική ατμόσφαιρα. Οι οσμές των ζώων, οι φωνές και τα παζαρέματα των εμπόρων μαζί με τα βελάσματα των προβάτων ήταν ό,τι χειρότερο για την ευσέβεια που έπρεπε να υπάρχει εκείνες τις ώρες σε εκείνον τον τόπο. Εδώ αρχίζει και το μαστίγιο. Ο οίκος του Θεού είχε γίνει οίκος ληστών. Στις καρδιές των προσκυνητών κυριαρχούσε τώρα η μέριμνα της προσφοράς και όχι ο Ίδιος ο Θεός. Η παρουσία του Θεού έπρεπε έστω και με το μαστίγιο να γίνει αντιληπτή. Εδώ έφταναν οι καλοπροαίρετοι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό και όχι για να παζαρέψουν ένα καθήκον προσφοράς. Πέραν όμως της σημασίας που υπάρχει στην μετατροπή του οίκου του Θεού σε οίκον εμπορίου υπάρχει κάτι πολύ πιο βαθύ. Εκεί μπροστά στα μάτια τους ήταν ο Ίδιος ο Γιος του Θεού, ο Ζωντανός Ναός που έμελλε να γίνει ο Ίδιος, η προσφορά που θα έμπαζε τους προσερχόμενους στην Βασιλεία των ουρανών, στην οικία του Πατρός Του εκεί «που υπάρχουν πολλά οικήματα.» Όλες λοιπόν αυτές οι προσφορές που υπήρχαν στο προαύλιο έμελλε να σαρωθούν και να εκδιωχτούν, από τις πιο δαπανηρές μέχρι και τις πιο μηδαμινές. Ο Ιησούς Χριστός έγινε και είναι η μοναδική προσφορά που μας μπάζει στον Οίκο του Θεού. Όλες οι άλλες, είτε είναι οι αγαθοεργίες μας, είτε είναι οι ατομικές μας προσπάθειες, είναι μάταιες μπροστά στο μεγαλειώδες έργο της Σταυρικής θυσίας του Χριστού. Εκείνος θέλει πριν απ’ όλα την καρδιά μας, το ίδιο όπως ο σύζυγος θέλει την αγάπη και το χαμόγελο της γυναίκας του πριν από ένα καλοστρωμένο τραπέζι, το οποίο εξ άλλου του το προσφέρει και μια ευσυνείδητη υπηρεσία... Τι να προσφέρουμε στον Θεό σαν αντάλλαγμα της αιώνιας άφθαρτης και πανέμορφης ζωής που μας χαρίζει; Τα πάντα είναι δικά Του. «Του Κυρίου η Γη και το πλήρωμα αυτής». Και ποιες αμαρτίες να κατανικήσουμε όταν ξέρουμε ότι δίκαιος δεν υπάρχει κανένας; Μερικές από αυτές είναι βαριές σαν τα βόδια, άλλες ελαφρύτερες σαν τα πρόβατα, άλλες ακόμα πιο ελαφρές σαν τα εγκλωβισμένα περιστέρια, δηλ. όλες οι εγκλωβισμένες μέσα στην καρδιά μας κακές επιθυμίες, θυμοί, φθόνοι, εγωισμοί και λοιπές αμαρτίες που σαν τις ελπίδες και τα όνειρα φεύγουν με τα κλουβιά τους. Από όλα αυτά μας ελευθερώνει ο Χριστός. Εμείς δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε από το να Τον ακολουθήσουμε, και Εκείνος θα καθαρίσει τα πάντα. Αυτός είναι ο «Αίρων την αμαρτία του κόσμου», και όχι οι προσφορές μας, όσο καλοπροαίρετες και αν είναι. Όταν το καταλάβουμε, τότε μετανοιωμένοι γονατίζουμε μπροστά Του λέγοντας και εννοώντας στην κυριολεξία το «Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τότε και ακολουθούν τα έργα ευγνωμοσύνης, τα οποία Εκείνος έχει ετοιμάσει για να περπατήσουμε πάνω σε αυτά. Άνοιξε διάπλατα την καρδιά σου. Μελέτα το ευαγγέλιο και ζήτα την φώτιση του Αγίου Πνεύματος να το καταλαβαίνεις σωστά. Εκεί είναι η χαρά μας, εκεί η σωτηρία μας, εκεί η αλήθεια, εκεί ο Χριστός μας. |
dadaos@epean.org |
Αρχική σελίδα |